ὑπέκ

ὑπέκ
ὑπ-έκ, ὑπέξ: out from under.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέκ — out from under poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέκ — και, πριν από φωνήεν, ὑπέξ Α (ποιητ. τ.) πρόθ. (με γεν.) 1. από κάτω («σκώληκες ὑπὲκ σοροῡ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.) 2. προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπό + ἐκ] …   Dictionary of Greek

  • ὑπέξ — ὑπέκ out from under poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεξαείρω — Α ανυψώνω, σηκώνω («ὑπὲκ ποδὸς ἴχνος ἀεῑραι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαείρω, ιων. τ. τού ἐξαίρω] …   Dictionary of Greek

  • υπεξαιρώ — ὑπεξαιρῶ, έω, ΝΑ [ἐξαιρῶ] (στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. βγάζω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”